- ανύμφευτος
- -η, -οάγαμος: Δεν ήθελε να μείνει η κόρη του ανύμφευτη· «νύμφη ανύμφευτος», η Παναγία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀνύμφευτος — unwedded masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανύμφευτος — κ. ανύφευτος, η, ο (AM ἀνύμφευτος, ον) άγαμος, ανύπαντρος («εδώ κοιμάτ αφέντης μας τ όμορφο παλληκάρι τ όμορφο και τ ανύφευτο, μόν αρραβωνιασμένο», Δημοτικό «Χαῑρε, Νύμφη ἀνύμφευτε», προσφώνηση της Θεοτόκου στον Ακάθιστο Ύμνο «ἀνύμφευτος αἰὲν… … Dictionary of Greek
ἀνύμφευτον — ἀνύμφευτος unwedded masc/fem acc sg ἀνύμφευτος unwedded neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνυμφεύτοιο — ἀνύμφευτος unwedded masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνυμφεύτοισι — ἀνύμφευτος unwedded masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνυμφεύτου — ἀνύμφευτος unwedded masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνυμφεύτους — ἀνύμφευτος unwedded masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνυμφεύτων — ἀνύμφευτος unwedded masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνυμφεύτῳ — ἀνύμφευτος unwedded masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνύμφευτα — ἀνύμφευτος unwedded neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)